Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σειέται και

  • 1 κουνώ

    κουνάω 1. μετ.
    1) качать, раскачивать; трясти; колыхать; шатать; 2) махать, размахивать, взмахивать;

    κουνώ τη σημαία — взмахнуть флажком;

    3) трогать (с места), перемещёть, переставлять;
    4) колыхать; 5) двигать; шевелить;

    § δεν κουνώ ούτε το δαχτυλάκι μου — пальцем не шевельнуть;

    όσο τα κουνβς θολώνουν — стоит только копнуть (о подозрительном деле);

    2. αμετ.
    1) качаться, раскачиваться;

    τό πλοίο κουνάει — судно качается (на волнах);

    2) двигаться, шевелиться;

    μην (τό) κουνήσει κανείς! — ни с места!;

    κουνιέμαι, κουνιούμαι

    1) — качаться; — колыхаться; — шататься;

    τό δόντι μου κουνιέται — у меня шатается зуб;

    2) двигаться, передвигаться; шевелиться;

    μην κουνηθείς! — не двигайся!, ни с места!;

    3) работать быстрее, пошевеливаться, поторапливаться;

    κουνήσου λιγάκι! — побыстрее!, живее!, пошевеливайся!;

    κουνήσου και πέρασε η ώρα — поторопись, уже поздно!;

    4) жеманиться, кривляться;

    σειέται και κουνιέται — идёт и кривляется

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουνώ

См. также в других словарях:

  • σειέμαι — 1. δονούμαι: Σειέται η γη. 2. βαδίζω καμαρωτά και κουνιστά: Σειέται και λυγιέται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • σείστρο — Αρχαίο αιγυπτιακό μουσικό όργανο. Το χρησιμοποιούσαν στις τελετές για τη λατρεία της Ίσιδας και είχε σχήμα πετάλου με ορθή λαβή. Στο πεταλοειδές αυτό σώμα ήταν εξαρτημένα κουδουνάκια, που κροτάλιζαν καθώς το κουνούσαν. Σ. λέγεται και η… …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • έμπνους — ου (Α ἔμπνους, ουν και ἔμπνοος, οον) αυτός που έχει πνοή, που αναπνέει, που ζει («οὐκ ἀπέθανε, ἀλλ ἦν ἔμπνους», Ηρόδ.) 2. αυτός που σείεται από τον άνεμο, που ανεμίζεται 3. θεόπνευστος …   Dictionary of Greek

  • πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • σειστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σειέται, ο κουνιστός: Έρχεται σειστός και λυγιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»